top of page

Αυτά που δε λέω …


«Δε μου μιλάει ! Ποτέ δε λέει τι νιώθει,oύτε όταν είναι χαρούμενος, ούτε όταν περνάει δύσκολα.»

«Κάθε φορά που την βλέπω μουτρωμένη ψάχνω να καταλάβω τι έκανα, που έφταιξα! Κουράστηκα να προσπαθώ να μαντεύω. Αν θέλει, ας έρθει να μου πει τι της φταίει ..»

«Θέλω τρυφερότητα, χάδια, μια αγκαλιά χωρίς να τη ζητήσω! Γιατί δε το καταλαβαίνει, γιατί δε το κάνει; Δε νοιάζεται καθόλου πια για μένα;»

«Της αρέσω ή όχι ; Ενδιαφέρεται για μένα ή περνά την ώρα της; Δε μπορώ να καταλάβω τη συμπεριφορά της. Μια κρύο, μια ζέστη!»

Καθημερινά αποφεύγουμε να εκφράσουμε συναισθήματα ή καταστάσεις όπως έχουν, είτε γιατί δε θέλουμε να τα αντιληφθεί το περιβάλλον μας, είτε ακόμα γιατί αν τα ξεστομίσουμε θα είναι σαν να παίρνουν πραγματική μορφή, θέση χωρο-χρονική, υπόσταση. Προσπαθούμε συνειδητά και ασυνείδητα να τα κουκουλώσουμε ή ακόμα και να τα ξορκίσουμε.

«Φοβάμαι να του/της πω ότι μου λείπει/ τον/την αγαπώ. Νιώθω ευάλωτος,-η όταν εκφράζω τέτοια συναισθήματα! Τι θα γίνει αν δεν ακούσω αυτό που θέλω;»

«Η κακιά αρρώστια (=Καρκίνος)»

«Μετά το περιστατικό με τον,-η … η ζωή μου άλλαξε (= δυστύχημα)»

Οι λέξεις συνήθως φέρουν ένα συναισθηματικό φορτίο η κάθε μία, το οποίο εντείνεται αναλόγως στο πλαίσιο και για το σκοπό που χρησιμοποιείται. Έτσι, έντονα συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις φαίνεται να αποφεύγονται ώστε να μη βιωθεί και το αντίστοιχο έντονο συναίσθημα ή κατάσταση. Τη θέση τους παίρνουν περιγραφικοί όροι, όπου είναι απαραίτητο να γίνει αναφορά, ή στην περίπτωση των συναισθημάτων μετατρέπονται σε δευτερογενή πιο εύκολα, συνηθισμένα και συνήθως κοινωνικά αποδεκτά συναισθήματα, ή σε άλλες μορφές έκφρασης και εκτόνωσης και συμπεριφορές (δραστηριότητες, απομόνωση, καταχρήσεις κτλ). Μερικές φορές αρκεί μία από τις παραπάνω λειτουργίες, ώστε να αποφορτιστεί ένα σημαντικό τμήμα της έντασης, άλλες όμως όχι, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται και να οδηγούμαστε προοδευτικά σε μια «έκρηξη».

Τι κρύβεται πίσω από αυτή τη δυσκολία ;

Κοινωνικά Στερεότυπα (οι άντρες δεν κλαίνε, οι έξυπνες γυναίκες δε μιλούν και καταφέρνουν με έμμεσο τρόπο αυτό που θέλουν), ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση, προστασία αυτό-εικόνας, φόβος, μοναξιά, προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες, απόρριψη, απογοήτευση, ματαίωση, η αίσθηση ευαλωτότητας και αναξιότητας, ανάγκη ικανοποίησης των γύρω μας, ανάγκη να είμαστε αρεστοί και αποδεκτοί, οικογενειακά μοτίβα έκφρασης συναισθημάτων και αλληλεπίδρασης, ενοχή επιβάρυνσης των τρίτων.

«Θα πέσω στα μάτια του,-ης! Ίσως να το εκμεταλλευτεί αν το ξέρει. Τι θα πουν οι γύρω μας, πως θα με βλέπουν ; Δεν αντέχω τη λύπηση!»

Τι είναι άραγε πιο εύκολο, να θυμώσουμε και να επιτεθούμε ή να κλάψουμε και να εκφράσουμε το φόβο, την αδυναμία, την απογοήτευση, την απελπισία μας ή όποιο άλλο συναίσθημα μας δημιουργεί αυτό το έντονο συναισθηματικό φορτίο που μας ¨πνίγει¨; Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις, αν όχι στις περισσότερες, φαίνεται ο θυμός να είναι το ισχυρό, το δυναμικό και κοινωνικά αποδεκτό συναίσθημα. Άλλες φορές πάλι ούτε καν αυτός έχει διέξοδο έκφρασης και το άτομο επιλέγει την απόσυρση και μη έκφραση αποκλείοντας κάθε ευκαιρία εποικοδομητικής επικοινωνίας και ίσως επίλυσης του προβλήματος.

Τη δυσκολία έκφρασης αρνητικών συναισθημάτων ίσως είναι πιο εύκολο να την κατανοήσουμε, σε αντίθεση με εκείνη τη δυσκολία (αν όχι αδυναμία) έκφρασης θετικών συναισθημάτων. Αυτό που για άλλους είναι τόσο εύκολο να το πουν, να το ζωγραφίσουν, να το χορέψουν ή να το δείξουν με ένα άγγιγμα, για άλλους είναι μια εμπειρία που μπορεί να μην έχει βιωθεί ποτέ! Όχι βέβαια γιατί δεν αγάπησαν ή δεν αγαπήθηκαν.

Για όλους τους παραπάνω λόγους και για ακόμη περισσότερους που δεν μπορούν να αναλυθούν μέσω ενός άρθρου, συναντούμε όλο και περισσότερους ανθρώπους που δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν και να εκφραστούν. Στην εποχή της απόλυτης διασύνδεσης και των άπειρων μέσων επικοινωνίας και έκφρασης ψάχνει το άτομο ένα emoji για να προσπαθήσει να δείξει αυτό που αισθάνεται τη συγκεκριμένη στιγμή.

Ερωτήσεις. Τις ξεχνούμε, τις αποφεύγουμε, τις φοβόμαστε για τις απαντήσεις που θα πάρουμε ή για τη δυσφορία που φανταζόμαστε ότι θα νιώσει ο άλλος αν τον εμπλέξουμε σε ένα διάλογο. Πως περιμένουμε να γνωρίσουμε, να καταλάβουμε ή ακόμα και να βοηθήσουμε τον άλλον, αν δε τις χρησιμοποιήσουμε; Πόσο εφικτό είναι να ξέρουμε τι έχει ο/η σύντροφός μας στο μυαλό του/της, αν δε ρωτήσουμε.

Καθημερινά βιώνουμε νέες εμπειρίες, ερχόμαστε σε επαφή με νέες πληροφορίες και ανθρώπους. Πως είναι δυνατόν να παραμένουμε οι ίδιοι, ώστε να επαληθεύονται κάθε φορά οι «μαντεψιές» που έχουν κάνει αυτοί που μας ξέρουν τόσα χρόνια !!! Και αν δεν παραμένουμε ίδιοι, πως περιμένουμε να γνωρίσουν την «εξελιγμένη μας έκδοση» οι άνθρωποί μας, αν δεν ανοίγουμε καθημερινά νέους δίαυλους επικοινωνίας και έκφρασης;

Πως θα μάθουν οι επόμενες γενιές να επικοινωνούν αν δε το κάνουμε εμείς, αν δεν αποτελέσουμε πρότυπα μίμησης για τα παιδιά μας; Και οι γονείς κάποιες φορές είναι ευάλωτοι και έχουν άσχημες και δύσκολες στιγμές, όπως και όμορφες και ευτυχισμένες. Ένα παιδί θα μάθει να αναγνωρίζει, να ονοματίζει, να αποδέχεται και να διαχειρίζεται το εκάστοτε συναίσθημα, και θα μπορέσει να επικοινωνήσει πραγματικά, να καταλάβει τους άλλους αλλά και να γίνει κατανοητό το ίδιο, όταν θα δει το περιβάλλον του, τους σημαντικούς στην ζωή του ανθρώπους να το κάνουν και θα τους μιμηθεί !

Μια άσκηση επικοινωνίας

Επιλέγω από κοινού με το συνομιλητή μου ένα θέμα προς συζήτηση.

Αποφασίζουμε ποια στιγμή είναι ιδανικότερη και για τους δυο για να το συζητήσουμε.

Αποφασίζουμε ποιος θα ξεκινήσει πρώτος και ποιος θα ακολουθήσει.

Ο ακροατής πρέπει να ακούει το λεκτικό περιεχόμενο και να προσέχει τις μη λεκτικές εκφράσεις. Δεν μιλά, δεν απαντά μέχρι να τελειώσει ο πρώτος ομιλητής.

Ο ομιλητής διατυπώνει τις απόψεις του στο πρώτο ενικό πρόσωπο και προσπαθεί να τις περιγράψει υποκειμενικά, με συναισθηματικούς όρους και όχι σαν αντικειμενική αλήθεια. Προσπαθεί να εκφράσει συναισθήματα για τον ακροατή και όχι δηλώσεις, κατηγορίες, χαρακτηρισμούς. Αν εκφράσει αρνητικά συναισθήματα για τον ακροατή, προσπαθεί να αναγνωρίσει και να εκφράσει οποιοδήποτε θετικό συναίσθημα, που μπορεί να συνυπάρχει για το άτομο ή την κατάσταση στην οποία αναφέρεται. Χρησιμοποιεί μικρές και εύκολες προτάσεις ώστε να γίνει το περιεχόμενο εύκολα αντιληπτό.

Όταν τελειώσει, έρχεται η σειρά του ακροατή.

Ο ακροατής τώρα γίνεται ομιλητής. Επαναλαμβάνει συνοπτικά τι κατάλαβε από αυτά που άκουσε προηγουμένως και προσπαθεί έπειτα να περιγράψει σαν καθρέπτης τις μη λεκτικές στάσεις, εκφράσεις και συμπεριφορές του ομιλητή. Κάνει υποθέσεις για το τι σημαίνουν αυτές και για τα συναισθήματα που αντιλήφθηκε ότι είχε ο ομιλητής προηγουμένως και τον ρωτά ώστε να επαληθεύσει ή όχι τις υποθέσεις του. Κατάλαβε καλά ;

Σε αυτό το σημείο αρκετά συχνά ο πρώτος ομιλητής αντιλαμβάνεται ότι είχε πολλά περισσότερα συναισθήματα από όσα φανταζόταν.

Στη συνέχεια θέτει τη δική του θέση επί του θέματος, με τον ίδιο τρόπο που το έκανε ο πρώτος, ο οποίος τώρα είναι ακροατής.


Featured Posts
Check back soon
Once posts are published, you’ll see them here.
Recent Posts
Archive
Search By Tags
No tags yet.
Follow Us
  • Facebook Basic Square
  • Twitter Basic Square
  • Google+ Basic Square
bottom of page